εὐεκτικῶς

εὐεκτικῶς
εὐεκτικός
in good case
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευεκτικός — εὐεκτικός, ή, όν (Α) [ευέκτης] 1. (κυρίως για σώματα) αυτός που έχει καλή υγεία, ο υγιής, ο εύρωστος 2. αυτός που συντελεί στην ευεξία, ο υγιεινός, ο ωφέλιμος 3. ο δεκτικός νέων ιδεών και αντιλήψεων. επίρρ... εὐεκτικῶς (ΑΜ) με καλή υγιεία, με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”